μεσονύκτιος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονυκτίως — μεσονύκτιος of adverbial μεσονύκτιος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονύκτιον — of neut nom/voc/acc sg μεσονύκτιος of masc/fem acc sg μεσονύκτιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσονυκτικός — ή, ό (Μ μεσονυκτικός, ή, όν) [μεσονύκτιο] 1. αυτός που γίνεται κατά το μεσονύκτιο, ο μεσονύκτιος 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσονυκτικό(ν) … Dictionary of Greek
μεσονύκτιο — και μεσονύχτι, το (ΑM μεσονύκτιον και μεσανύκτιον, Μ και μεσονύχτιον) το μέσο τής νύχτας, η δωδέκατη νυκτερινή ώρα, τα μεσάνυχτα («καὶ ἐκοιμήθη Σαμψὼν ἕως μεσονυκτίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (ειδικά στην αλληγορική φρασεολογία τών τεκτόνων) το τέρμα τής … Dictionary of Greek
μεταμεσονύκτιος — και μεταμεσονύχτιος, α, ο αυτός που υπάρχει ή γίνεται μετά τα μεσάνυχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μεσονύκτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Παγανέλη] … Dictionary of Greek
παραμεσονύκτιος — α, ο αυτός που γίνεται, συμβαίνει πριν ή μετά από τα μεσάνυχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μεσονύκτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
προμεσονύκτιος — α, ο / προμεσονύκτιος, ον, ΝΜ [μεσονύκτιος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πριν από τα μεσάνυκτα διάστημα τής ημέρας μσν. η πριν από τα μεσάνυχτα ώρα … Dictionary of Greek
μεσονυκτίοις — μεσονύκτιον of neut dat pl μεσονύκτιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)